- Κεφαλαῖς
- Κεφαλήfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλαῖς — κεφαλή fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GALENUS et UM et IUM — GALENUS, et UM, et IUM a galeae similitudine nomen habet, pileumqueve significat, ex pelle caesae hostiae factum, Isid. Vet. Dict. Galerium pileus ex corio; ita proprie esset γαλερὸν, ex pelle γαλέας, i. e. felis. Gloss. Isid. Galeria pileum… … Hofmann J. Lexicon universale
επιθρηνώ — ἐπιθρηνῶ, έω (Α) 1. θρηνώ, κλαίω για κάτι και γενικά κλαίω 2. (με δοτ.) θρηνώ πάνω σε κάτι («ταῖς κεφαλαῖς ἐπιθρηνεῖν τῶν ἀνθρώπων, ὧν ἔφαγον», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κυρήβασις — και κυρηβασία, ἡ (Α) [κυρηβάζω] χτύπημα με τα κέρατα (α. «κυρηβασία λέγεται ἡ διὰ τῶν κεράτων μάχη, ἥπερ ἐν τοῑς ἀλόγοις ζῴοις γίνεται ἢ ἡ πλῆξις τῶν τράγων», λεξ. Σούδα β. «κυρηβάσεις γὰρ λέγονται αἱ πλήξεις τῶν τράγων καὶ γὰρ ἐκεῑνοι ταῑς… … Dictionary of Greek
χρυσέρυθρος — ον, Μ πυρρόξανθος («κεφαλαῑς χρυσερυθραῑς», Φιλής). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐρυθρός] … Dictionary of Greek